- χειροκοπία
- ἡ, Μ [χειροκόπος]αποκοπή τών χεριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροκόπησις — ήσεως, ἡ, Μ [χειροκοπῶ] η χειροκοπία* … Dictionary of Greek
χειροτομία — ἡ, Μ χειροκοπία, επιβολή τής ποινής τής αποκοπής τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. φλεβο τομία] … Dictionary of Greek